Λαρισαῖος — Λᾱρῑσαῖος , Λαρισαῖος citadel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρισαῖον — Λᾱρῑσαῖον , Λαρισαῖος citadel masc acc sg Λᾱρῑσαῖον , Λαρισαῖος citadel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρισαία — Λᾱρῑσαί̱ᾱ , Λαρισαῖος citadel fem nom/voc/acc dual Λᾱρῑσαί̱ᾱ , Λαρισαῖος citadel fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρισαίας — Λᾱρῑσαί̱ᾱς , Λαρισαῖος citadel fem acc pl Λᾱρῑσαί̱ᾱς , Λαρισαῖος citadel fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρισαίων — Λᾱρῑσαί̱ων , Λαρισαῖος citadel fem gen pl Λᾱρῑσαί̱ων , Λαρισαῖος citadel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρισαίως — Λᾱρῑσαί̱ως , Λαρισαῖος citadel adverbial Λᾱρῑσαί̱ως , Λαρισαῖος citadel masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρισαιοποιοί — ή λαρισοποιοί, οἱ (Α) οι κατασκευαστές λαρισαϊκών αγγείων ή, κατά δ. ερμ., οι άρχοντες οι οποίοι, με ειδική τελετουργία, έκαναν Λαρισαίο πολίτη κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Λαρισαίος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
λαρισινός — ή, ό [Λάρισα] 1. λαρισαϊκός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λαρισινός, η Λαρισινή Λαρισαίος … Dictionary of Greek
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek
Αριστόνους ή Αριστόνοος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικελός από τη Γέλα (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πυστίλο, ίδρυσε τον Ακράγαντα. 2. Λαρισαίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πολυμήδη τον έστειλαν επικεφαλής θεσσαλικού στρατού για να ενισχύσει… … Dictionary of Greek